μεσσόθι

μεσσόθι
μεσσόθι και μεσόθι (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ. στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρό-θι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσσόθι — poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόθι — μεσσόθι indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μεσόθι — (Α) βλ. μεσσόθι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”